παθητικοποίηση

παθητικοποίηση
η
χημ. διεργασία η οποία έχει ως αποτέλεσμα την απόκτηση παθητικότητας, δηλ. αυξημένης αντοχής στην ηλεκτροχημική διάβρωση, από μία μεταλλική επιφάνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”